- κορωνεκάβη
- κορωνεκάβη [ᾰ], ἡ,A a Hecuba, as old as a crow, AP11.67 (Myrin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορωνεκάβη — κορωνεκάβη, ἡ (Α) πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα τής μυθολογίας)] … Dictionary of Greek
κορωνεκάβη — a Hecuba fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek